καθυποδούλωση

καθυποδούλωση
η
η ολοσχερής υποδούλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυποδουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποδούλωσις, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”